Η αβάσταχτη ελαφρότητα της βαριοπούλας


«Ο Χάρος βγήκε παγανιά (…) κι από μια πόρτα χαμηλή, από μια σκοτεινή αυλή, βγήκε κλεφτά, κλεφτά ο σιδεράς, ο σιδεράς και τού ’πε λόγια της χαράς»*… Μμμμμ, μίλα μου γι’ αυτόν τον σιδερά…  

(κείμενο για Τα Νέα του Βελγίου)


Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο σιδεράς, που ξεπροβάλλει στα κλεφτά, σκαστά και φευγαλέα, και οπωσδήποτε ανεξήγητα; Ποιος είναι αυτός ο… σίγουρα όχι τυχάρπαστος, που εμφανίζεται αιφνίδια, αυθόρμητα κι αυτόκλητα; Ποια εσωτερική παρόρμηση είναι αυτή που τον ωθεί –φρόνιμα και σεμνά είν’ η αλήθεια, μα και κάπως ασυγκράτητα– να παρουσιαστεί στο κατώφλι της ταπεινής πορτούλας του; Κι επιπλέον, τι σόι λόγια είναι αυτά που απευθύνει του Χάρου, ώστε να χαρακτηρίζονται «λόγια της χαράς»; Εν τέλει, τι δικαιοδοσία μπορεί να έχει ένας σιδεράς, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του άξιο συνομιλητή ενός Χάρου, που μόλις προηγουμένως «βγήκε παγανιά», και μάλιστα με μια τέτοια ακόρεστη για θάνατο μανία, που τον έκανε να «χάσει το λογαριασμό»;

Οι άνθρωποι, λέει ένας παλιός κανόνας, θέτουν στον εαυτό τους μόνο τα ερωτήματα που μπορούν να λύσουν, κι ως προς αυτό, τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποτελούν εξαίρεση. Ακολουθήστε με…

Ας φανταστούμε αυτόν τον σιδερά στο εργαστήρι του: αμόνια, φυσερά, καμίνια, καλούπια πήξεως, χυτήρια, και κρεμασμένα στους τοίχους τα σύνεργα του επιτηδεύματός του όπως σφυριά, βαριοπούλες, τανάλιες, σπάστες και άλλα σχετικά της τέχνης του σιδηρουργού. Ατμόσφαιρα εξόχως πνιγηρή, θερμοκρασίες υψηλές, θόρυβος, μουντζούρα και μυϊκός μόχθος: εργασιακό περιβάλλον ενός επαγγέλματος που με στοιχειωδώς λογικά κριτήρια κατατάσσεται στα βαρέα και ανθυγιεινά. Ο σιδεράς μας είναι ένας άνθρωπος του αγώνα – και μάλιστα ενός άνισου αγώνα. Το εργαστήρι του, ακολουθώντας οικονομικά φθίνουσα πορεία, μιας και οι νέες τεχνολογίες και αυτοματισμοί εκτόπισαν τελεσίδικα τον παραδοσιακό χειρώνακτα, φυτοζωεί: χαρακτηριστικά, ο δύστυχος ο σιδεράς μας είναι ένας απ’ τους ελάχιστους τεχνίτες του είδους των πάππου προς πάππο μεροκαματιάρηδων βιοπαλαιστών που απέμεινε. Η είσοδος για το μικρομάγαζο που διατηρεί με θυσίες αιματηρές, βλέπει σ’ έναν σκοτεινό και πολύ περιορισμένο ακάλυπτο, ενώ το μονοπάτι που οδηγεί προς αυτήν, δεν είν’ άλλο από ένα τόσο-δα στεναδάκι μεταξύ δύο, παρά τρίχα εφαπτόμενων πολυκατοικιών. Αναδουλειές: ο σιδεράς μας είναι απαρηγόρητος… Αν η φαντασία σας είναι αρκούντως εύφλεκτη ώστε ήδη ζωντάνεψε στο μυαλό σας η βραχύσωμη φιγούρα ενός τσουρουφλισμένου σιδερά, συνεχίζουμε. Αν πάλι όχι, δεν έχετε παρά να την πυροδοτήσετε – στο κάτω-κάτω το εν λόγω εργαστήρι είναι γεμάτο φλόγες και σπινθήρες. Όπως και νά ’χει, παρακαλώ, ακολουθήστε με…

Ας φανταστούμε ακολούθως ότι τον σιδερά μας επισκέπτεται ο Χάρος –ο ποιος;– ναι, ο Χάρος. Αυτοπροσώπως, και μάλιστα στη δυτική του απεικόνιση: μαυροφορεμένος πάνω ως κάτω, με κείνη την παχιά κουκούλα που συσκοτίζει τη νεκροκεφαλή του, σκελετωμένος, και ψηλέας – παρά την εξόφθαλμη κύφωσή του. Αφού φτύσουμε τρις στον κόρφο μας για να τον ξορκίσουμε αποτελεσματικά, ας ικανοποιήσουμε τη νοσηρή μας περιέργεια ως προς το λόγο της επίσκεψης της Αυτού Εξοχότητας (ευφημισμός προς κατευνασμό τυχόν… ορέξεων): το δρεπάνι του, λόγω της υπερβολικής ενίοτε, μα πάντως ακατάπαυστης χρήσης του, είναι για τα παλιοσίδερα. Οπότε, τι πιο φυσιολογικό απ’ το να παραγγείλει του σιδερά ένα νέο προς αντικατάστασή του.

Ο ταλαίπωρος ο σιδεράς μας, αν και παραλυμένος απ’ τον τρόμο που του ασκεί μια τέτοια αφύσικη παραγγελία, αναλαμβάνει την πρόκληση, βάζει όλη του την τέχνη ο έρμος, και παραδίδει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ένα ολοκαίνουργιο, στην εντέλεια σφυρηλατημένο, δρεπάνι. Ε, τί λες κι εσύ, δεν είναι επόμενο στην πρώτη εφαρμογή αυτού του έργου των χειρών του, να βγει στην ανήλιαγη αυλή του και –έστω συνεσταλμένα, αφού σα θνητός έχει συνείδηση του πόνου για τον οποίο ως οπλοποιός έμμεσα ευθύνεται– να πανηγυρίσει; Είναι δυνατόν να μην καυχηθεί κι αυτός λιγάκι, να μη διαδηλώσει τη χαρά του; Ανθρώπινος ο σιδεράς μας άλλωστε, πολύ ανθρώπινος, κι αυτή του η χαρά, μπορεί προκλητική, μπορεί ανάρμοστη, μα πάντως δικαιολογημένη είναι. Για σκέψου: το δρεπάνι του είναι λίαν αποτελεσματικό, δουλεύει δίχως κανένα πρόβλημα, σκίζει (κατά κυριολεξία) και πάει – ο Χάρος ξεπάστρεψε σερί μια ολάκερη γειτονιά με δαύτο. Αλλά λέω να μην επεκταθούμε άλλο, αρκετά μακάβρια όλα αυτά, συγχωρέστε με…

Αν με ακολουθήσατε ως εδώ, αφενός έχετε αυτό που εννοούμε λέγοντας «γερό στομάχι», κι αφετέρου, ας πούμε ότι μέσες-άκρες κατατοπιστήκατε σχετικά. Όμως ακούστε κι αυτό:

Τις προάλλες είδα αυτόν τον σιδερά στο δρόμο. «Πως παν τα πράματα», τον ρώτησα, «Περίεργα», μ’ απάντησε. «Γιατί;», απόρησα, και δικαίως, αφού η επίσκεψη της υψηλής του πελατείας ήταν όσο να πεις μια ευχάριστη –για τον ίδιο βέβαια– συγκυρία. «Μού ’χει μείνει αμανάτι το παλιό δρεπάνι», είπε. «Ε και;», ήταν η δικιά μου αντίδραση. «Δουλεύει», μού ’κανε ψιθυριστά. Κι ήταν αυτό το μονολεκτικό «δουλεύει» σαν… ήταν περίπου σαν… έτσι ακούστηκε δηλαδή σαν… χαρούμενο…

Αν στο σημείο αυτό ήμουν κινηματογραφική ταινία, θα επέλεγα να τελειώσω αιφνιδιαστικά κάπως έτσι: μαύρο στην οθόνη και μια δρεπανιά να σκίζει ακαριαία και μ’ ένα εκκωφαντικό χράάάάτς!, οριζόντια το τελευταίο καρέ μου. Αλλά δεν είμαι. 

Κι αυτά όλα μωρέ, εδώ που τα λέμε, μόνο στα έργα γίνονται… 

…Μ’ ακολουθεί Κανείς;..


----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

*Στίχοι ρεφρέν από το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου Ο Χάρος βγήκε παγανιά (Μουσική: Δήμος Μούτσης, Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος, LP: «Άγιος Φεβρουάριος» - 1971)

Απαραίτητη σημείωση: Το κείμενο δεν έχει καμία πρόθεση να (δι)ερμηνεύσει τους στίχους του τραγουδιού Ο Χάρος βγήκε παγανιά, ούτε αποτελεί, κατά κανέναν τρόπο, απάντηση στο σχολικού τύπου ερώτημα «Τι εννοεί ο ποιητής;». Συνδιαλέγεται μόνο αποσπασματικά μαζί του, σε ένα πλαίσιο παντελώς αυθαίρετο, και δεν επιδιώκει να προσθέσει απολύτως τίποτε σε όσα ο δημιουργός του Μ. Ελευθερίου εννοεί, υπονοεί και συμβολίζει με τα λόγια του.


Δεν υπάρχουν σχόλια: