Akiss goodbye


κείμενο στο bibliotheque


Το υποκοριστικό του είναι «Άκης». Δε γνωρίζω ούτε ποιο είναι το βαφτιστικό του, ούτε ποιος –απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον προφανώς– ευθύνεται για την… περιστολή του μικρού του ονόματος. Επιπλέον, δε γνωρίζω ούτε τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε και προωθήθηκε το χαϊδευτικό «Άκης», αντί αυτού που αναγράφηκε επισήμως στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως – μητρική ιδιοτροπία;, εκ των υστέρων διόρθωση ‘επί το λαϊκότερον’ μιας ατυχούς επιλογής ενός ονόματος πομπώδους;, ανώδυνη επικράτηση του ευκολότερου δισύλλαβου έναντι ενός πιθανώς πιο μακρόσυρτου και δυσπρόφερτου;, κάτι άλλο; Ούτε και τον ίδιον τον Άκη γνωρίζω.

Προσωπικά εννοώ. Γιατί σε επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών μού είναι όσο να πεις οικεία φυσιογνωμία. Ανταλλάσσουμε ένα «γεια», ένα «καλά;» –τα τυπικά και τα προσχήματα που λεν–, όμως όχι αδιάφορα και βιαστικά, όχι τετριμμένα, αλλά έτσι με μια προθυμία: με μια, ας την πούμε, καλή προαίρεση – εγκάρδια. Κατά τα άλλα, αυτός τη δουλειά του, εγώ τη δική μου. Ούτε φίλοι, ούτε εχθροί. Απλοί γνωστοί. Εκ του μακρόθεν. Αν και οπωσδήποτε υπάρχει ανάμεσά μας μια αμοιβαία εκτίμηση, όπως είπα.

Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν πεθάνει ο Άκης θα κλάψω στην κηδεία του. Με φαντάζομαι στις τελευταίες σειρές, στην –όχι και τόσο πένθιμη συνήθως– γαλαρία, ως άγνωστο μεταξύ αγνώστων, βουρκωμένο και ειλικρινά συντετριμμένο. Μια παρουσία σφήνα στη λίστα των αναμενόμενων προσώπων, και κάπως γραφική: «από πού κι ως πού τόση κλάψα για έναν άνθρωπο που όλη κι όλη η επαφή τους ήταν κάποια τυχαία και ανούσια συναπαντήματα;», θ’ αναρωτιούνται ευλόγως, «μήπως μας δουλεύει;», θα σκέπτονται φιλύποπτα, «ή μήπως είναι αγαθιάρης, χαζούτσικος κι ανίκανος να διαχειριστεί στα σοβαρά τη συναισθηματική του φόρτιση, και πρέπει διακριτικά να τον απομακρύνουμε για να διασφαλίσουμε το απρόσκοπτο πέρας της τελετής;». Όπως και νά ’χει, σε πείσμα της σοβαροφάνειάς τους, εγώ θα κλαίω. Κι όχι βουβά.

Καμιά φορά εύχομαι όντως να πεθάνει ο Άκης. Αφενός για να αισθανθώ απελευθερωμένος απ’ τις ηλίθιες συμβάσεις μιας στείρας κοινωνικότητας, και να του δείξω επιτέλους –έστω και αργά, την ύστατη ώρα– πόσο δικό μου άνθρωπο τον θεωρώ, ανεξαιρέτως της μηδαμινής μας αλληλεπίδρασης, κι αφετέρου, (και αυτό μαρτυρά μια μακάβρια ιδιοτέλεια εκ μέρους μου), για να μάθω επιτέλους το πρωτότυπο όνομά του. Εντάξει, παραδέχομαι πως οι δύο αυτοί λόγοι δεν αποτελούν βαρυσήμαντες δικαιολογίες ώστε να εύχεται κανείς τον θάνατο ενός ανθρώπου, και μάλιστα ενός ανθρώπου που, κατά τα λεγόμενά του, τού είναι κάτι παραπάνω από απλά συμπαθής, αλλά νά, κι εγώ άνθρωπος είμαι, με τα πάθη μου και τις παραφορές μου… Ω, μα βέβαια: καμιά φορά εύχομαι όντως να πεθάνει ο Άκης.


Και δεν ντρέπομαι που τ’ ομολογώ. Μιας και αν μπεις στον κόπο να ερμηνεύσεις, βαθύτερα και δικαιότερα, την αλλόκοτη επιθυμία μου, θ’ αντιληφθείς, το δίχως άλλο, πως απλούστατα αποτελεί μια έκφραση –υπερβολική έστω, άκομψη σίγουρα– της ανάγκης μου να εκδηλώσω ό,τι νιώθω γι’ αυτόν. Ας μην υποκρινόμαστε: μπορώ να εικάσω, και μάλιστα με ισχυρή πιθανότητα να βγω αληθινός, πως κι εσύ σκέφτεσαι συχνά-πυκνά παρόμοια πράματα. Ή μήπως δε φαντασιώθηκες ποτέ σου το θάνατο κάποιου άλλου; Ή τον δικό σου – στο «ποιανού τον θάνατο» θα κολλήσουμε τώρα; Σημασία έχει πως κι εσύ μες στο κεφάλι σου σκοτώνεις κόσμο «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Σημασία έχει πως μου μοιάζεις… Τι;, το αρνείσαι;.. Χέστηκα.

Μια μέρα που λες, θα βάψω τα χέρια μου με αίμα. Θα τον περιμένω στο γνωστό σημείο που τον απαντάω πάντοτε, και ακαριαία, μ’ έναν τρόπο που ακόμα επεξεργάζομαι μα πάντως όχι αναίμακτο, θα τον στείλω στα θυμαράκια. Ύστερα, με διάθεση γκανγκστερική, θα σηκώσω τους γιακάδες του παλτού μου, θα σκύψω το κεφάλι μου, και θα χαθώ μες στα στενά με βήμα γρήγορο. Μια μέρα – αλλά μην ανησυχείς, μέχρι τότε έχει ψωμιά να φάει ακόμα ο Άκης.

Ύστερα θα περιμένω στην κρυψώνα μου, θα λουφάξω όσο είναι απαραίτητο, και θα βγω μονάχα για να παρασταθώ στην κηδεία του. Εκεί, θα σφίγγω τα μέχρι πρότινος ματωμένα χέρια μου με τους τεθλιμμένους συγγενείς –άραγε νά ’χει μεγάλο σόι ο Άκης;–, θα κάνω μορφασμούς συμπόνιας, θα κερνάω τσιγάρα στους απαρηγόρητους, κι αν, λέω αν, ο Άκης τυγχάνει νά ’χει γυναίκα –που έχει σίγουρα–, θα την πέσω από κοντά στη χήρα του, και θα της γίνω στενός κορσές, τόσο που, πού θα πάει;, θα ενδώσει: ευάλωτη και πικραμένη όπως θά ’ναι, θα με προτιμήσει γι’ αντικαταστάτη. Σε λίγο καιρό θα μπαινοβγαίνω στην κρεβατοκάμαρά τους – μπορεί και να φοράω τις πυτζάμες του: τί;, απίθανο; Καλά…

Κάποια στιγμή, «πρόσφορη» καθώς λεν, θα μας πιάσει η νοσταλγία –εκείνη δηλαδή, γιατί εμένα στα τέτοια μου–, και καθώς θα μιλάμε για τον Άκη, κι ο Άκης αυτό, κι ο Άκης εκείνο, και ήταν καλός ο μακαρίτης, θ’ αρπάξω την ευκαιρία και θα ρωτήσω, δήθεν από απλή περιέργεια: «Και για νά ’χουμε καλό ρώτημα, από πού βγαίνει το Άκης;». «Από πού στο διάολο», θα έχω πει. Αλλά από μέσα μου.

«Αγόρι μου», θα μου πει τότε, είμαι σίγουρος, «εμένα ρωτάς; Δικό σου όνομα είναι».

Κάθε που μου το λέει αυτό παίρνω ανάποδες, γίνομαι έξω φρενών. «Ρε», της λέω ωρυόμενος τόσο που δεν μπορεί να καταλάβει τί λέω, «πόσο θα σου πάρει να καταλάβεις ότι ο Άκης πάπαλα!· πάει!· πέθανε!».

«Εντάξει Άκη μου», μου λέει τότε, «εντάξει μην κλαις· μην κλαις μωρό μου, μη» και μετά όλο «σσσσς» και «ο ο το μωρόόόό».

Με βάζει στην κούνια και μου δίνει ένα φιλί για καληνύχτα. «Καληνύχτα Άκη μου…».

«Οιδίποδας γαμώτο μου, Οιδίποδας», φωνάζω τότε εγώ, αλλά ποιός μ’ ακούει… 




1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σπαραχτικά ανθρώπινο.