Το κομπρεσέρ σού σπάει την ταφόπλακα (vol. V)



« Θα σου γαμ– ». Δεν πρόλαβε καλά-καλά να βλαστημήσει το τσακμάκι που δεν τού ’κανε τη χάρη, κι ένα μούτρο –απ’ αυτά που ο κάθε σκληροτράχηλος αμερικανός σερίφης θα τα μάγκωνε δίχως δεύτερη σκέψη, σίγουρος πως για κάτι τα καταζητούσανε, σίγουρος και για το γαλόνι που θα του μοστράρανε επ’ ανδραγαθία–, μπούκαρε στη θέση του συνοδηγού. Με το τσιγάρο κολλημένο στο στόμα ένιωσε το κρανίο του να στουμπιέται βάναυσα πάνω στο κλάξον του τιμονιού κι άκουσε την κόρνα που παρήγαγε η κεφαλιά του. Στη δεύτερη κουτουλιά απανωτά, δεν άκουσε τίποτα. Ελεεινός εκπρόσωπος του είδους των ξυλοκοπημένων ντέντεκτιβ, βρέθηκε ακινητοποιημένος, δίχως έστω μια υποψία αντίστασης. Κι αφού δεν κατάφερε να περισώσει ούτε την τιμή των όπλων, προβάλλοντας ίσα για τα προσχήματα μια στοιχειώδη άμυνα, επόμενο ήταν να χάσει κι αυτά τα ίδια τα όπλα. Με το που ανακτήσει τις αισθήσεις του, θά ’χει αναμφίβολα ένα πολύ βαρύ κεφάλι, ωστόσο το σώμα του θά ’χει αλαφρύνει κατά 1.2 κιλά: όσο ζυγίζει ένα ρεβόλβερ Smith&Wesson 686 plus όντας γεμάτο και με τις εφτά του Magnum των 9 χιλιοστών…

Όταν συμβαίνει το κεντρικό πρόσωπο μιας αφήγησης να χάνει την επαφή του με τα πράγματα, εφαρμόζεται παραδοσιακά το συγγραφικό τέχνασμα του ονείρου: η αφήγηση συνεχίζει να εξελίσσεται, περιγράφοντας πλέον το υποσυνείδητο του ήρωα, ο οποίος είθισται να ονειρεύεται και να ονειρεύεται μέχρις ότου ο ‘μαριονετίστας’ του αποφασίσει να τον επαναφέρει στη ζώσα πραγματικότητα. Δεδομένου ότι οι αφηγηματικές δυνατότητες που προσφέρει ένα ονειρικό περιβάλλον είναι αναρίθμητες, αφού εντός του ο χώρος και ο χρόνος είναι στοιχεία εντελώς ρευστά και κωμικά παράδοξα, το μόνο που απαιτείται είναι μια μαστόρικη πρόζα που θα σκηνοθετεί την εικόνα του ονείρου. Η αφηγηματική αυτή μέθοδος του ‘στρίβειν διά της ονειρικής οδού’ είναι κόλπο παλιό, ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό: αφενός ο αφηγητής ξεμπερδεύει φλύαρα με το δραματικό κενό που παρουσιάζεται εμπρός του όταν ο ήρωας εξέλθει για κάποιο λόγο απ’ την αφηγηματική δράση, κι αφετέρου, αυτός ο καπάτσος αφηγητής, ανασκαλεύοντας ευκαιριακά, πείθει πως εξερευνά και αναπτύσσει αυτό που αποκαλούμε και ‘σκοτεινό βάθος της συνείδησης’: λανθάνουσες παραστάσεις του ήρωα, μυστικά, απωθημένα, σκιές του παρελθόντος, εκτοπισμένες αναμνήσεις· εν γένει δηλαδή όλον αυτόν τον ζωολογικό κήπο όπου ο κάθε άνθρωπος κρατά εξόριστα –μ’ αξόρκιστα– τα τέρατά του. Πούτσες. Δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου τόσο ξύλο που να πέσω τάβλα, αλλά αρνούμαι –και πιο πολύ βαριέμαι– να προσυπογράψω τη συγγραφική μανιέρα: ούτε που θα μπω στον κόπο να επιλύσω το γόρδιο δεσμό που πεδούκλωσε το βήμα της αφήγησής μου με το φτηνό κι αποκριάτικο σπαθί του ονείρου. Λοιπόν ο Μπάτσικας δεν ονειρεύτηκε στάλα όνειρο. Απλώς κατέβασε ρολά. Γι’ αυτό, στη θέση του ονείρου που κάποιος άλλος φροϋ/ειδικότερος εμού θα σού ’βαζε, εγώ σου βάζω αυτό που είδε πράγματι:
















Το οπτικό αίσθημα της παραπάνω μαυρίλας θα συνεχίσει να υπάρχει επί ένα δέκατο του δευτερολέπτου στα μάτια σου, αφότου το κοίταξες (μετείκασμα). Πολλαπλασίαζέ το συνεχώς μέχρι να καταλάβει χρόνο δυόμισι λεπτών, και θά ’χεις δει, ό,τι είδε ο Μπάτσικας καθόσο η μάπα του βρισκόταν πεταμένη στο τιμόνι, κοπιάροντας κατακούτελα τις δυο ανάποδες σαρδέλες του Citroën Xsara που το στολίζουνε.

Επίσης θα έβρισκα αληθινά ενδιαφέρουσα την ιδέα να ζωγράφιζες πάνω στη μαύρη επιφάνεια. Θά ’ταν λες, σαν ‘εγκεφαλική επέμβαση’ στο μυαλό του Μπάτσικα· ένα καλλιτεχνικό ανάλογο του ‘γαμώ το μυαλό σου’. Κι επειδή οι λέξεις είναι πράξεις (Βίτγκενστάιν), που θα πει οι ιδέες είναι για να υλοποιούνται, ζωγράφισε πάνω στη μαυρίλα οτιδήποτε σου κατέβει στο κεφάλι, και στείλ’ το: tolmirodecolte@gmail.com (ενυπόγραφα/ανυπόγραφα/με ψευδώνυμο). Αν τυχόν συγκεντρωθεί υλικό, θ’ αναρτηθεί εδώ-πέρα, για να συγκροτηθεί έτσι μια interactive έκθεση με γενικό τίτλο: 
«Μπάτσικας: γαμώ το κεφάλι σου».


Νά για παράδειγμα η δική μου αντι-αισθητική πράξη ζωγραφικής:




Εν τω μεταξύ, δε γίνεται τίποτα.


σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: