Το κομπρεσέρ σού σπάει την ταφόπλακα (vol. IV)


Μια παλιά ιστορία ενδοσκόπησης

(ή, πώς δέκα χρόνια πριν, αποφεύχθηκε μια σίγουρη ηλιθιότητα από έναν άρτι παροπλισμένο, ‘υπηρεσιακώς ακατάλληλο και διαταραγμένο’ κατά μία ψευδή ιατρική γνωμάτευση, πολύ απεγνωσμένο, και ταπεινωτικά αποταγμένο ασφαλίτη) 

                                                           











« Ονομάζεις τον εαυτό σου ελεύθερο;
Ελεύθερος από τι; Τι τον νοιάζει τον Ζαρατούστρα! Φωτεινό όμως πρέπει να μου αναγγείλει το μάτι σου: ελεύθερος προς τι;
Μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου το καλό και το κακό σου και να κρεμάσεις, όπως έναν νόμο, τη θέλησή σου από πάνω σου; Μπορείς να είσαι κριτής του εαυτού σου και εκδικητής του νόμου σου;
Σήμερα υποφέρεις ακόμη από τους πολλούς, εσύ ο ένας: σήμερα έχεις ακόμα ολόκληρο το θάρρος και τις ελπίδες σου.
Κάποτε όμως θα σε κουράσει η μοναξιά, κάποτε θα καμφθεί η περηφάνια σου και θα τρίξει το θάρρος σου. Κάποτε θα φωνάξεις ‘είμαι μόνος!’.
Κάποτε δεν θα βλέπεις πια το ύψος σου, αλλά θα βλέπεις από πολύ κοντά αυτό που είναι χαμηλό· ό,τι υψηλό υπάρχει μέσα σου θα σε κάνει να φοβάσαι σαν νά ’ναι φάντασμα. Κάποτε θα φωνάξεις ‘όλα είναι ψεύτικα!’.
Υπάρχουν αισθήματα που θέλουν να σκοτώσουν τον μοναχικό· αν δεν το καταφέρουν, τότε πρέπει να πεθάνουν τα ίδια! Είσαι ικανός όμως να γίνεις δολοφόνος;
Πρέπει να θέλεις να καείς στην ίδια σου τη φλόγα: πώς θά ’θελες να ξαναγίνεις νέος, αν δεν έχεις γίνει πρώτα στάχτη!
Πήγαινε στη μοναξιά σου με τα δάκρυά μου, αδελφέ μου. Αγαπώ εκείνον που θέλει να δημιουργήσει πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό και καταστρέφεται γι’ αυτό. »

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα. 

[Νίτσε/Ζαρατούστρα – «Για τον δρόμο του δημιουργού» (μτφ. Ζ. Σαρίκα), συντετμημένη αναπαραγωγή]


Ήταν η τρίτη στη σειρά ανάγνωση της συγκεκριμένης ομιλίας του Ζαρατούστρα, όταν ο Μπάτσικας αποφάσιζε να διπλοϋπογραμμίσει –και με πρόθεση να μην τ’ αφήσει αναπάντητα–, τα δύο βασικά ερωτήματα που του απηύθυνε καταπρόσωπο ο πρεσβευτής του Υπερανθρώπου· οι 45 αλκοολικοί βαθμοί του φαρμακερού πιοτού που άδειαζε πλάι του πιθανώς δε θα βοηθούσανε πολύ, ωστόσο ο ίδιος έδειχνε αποφασισμένος: οπωσδήποτε περισσότερο απ’ όσο ήτανε μια νύχτα πριν, όταν και πάλι υπό την επήρεια της μέθης, έθετε τον κρόταφό του ενώπιον της αδέκαστης κάννης του υπηρεσιακού πιστολιού του· κι αλίμονο!, η αδυναμία του να πατήσει τη σκανδάλη διόλου δε συνιστά αρνητική απάντηση στο δεύτερο από τα επισημασμένα ερωτήματα…

Ο Μπάτσικας σκέφτεται (κι όταν ο Μπάτσικας σκέφτεται, ακόμα και μες στην παραζάλη του, δε σκέφτεται τετριμμένα): Αν το μέγιστο ζητούμενο είναι να είναι κανείς ολότελα ελεύθερος, τότε η αυτοκτονία είναι η ύψιστη μορφή ανυποταξίας. Είναι η εκούσια και ολωσδιόλου πλήρης απελευθέρωση: από τα δουλικά δεσμά της ζωής, από την καταπιεστική νομοτέλεια της ζωής. Είναι απελευθέρωση εις την νιοστή. Η αυτοκτονία είναι απόφαση και πράξη ελευθερίας. Είναι η πιο τρανή απόδειξη της δύναμης της θέλησης: της θέλησης για απόλυτη ελευθερία. Απόλυτη ελευθερία από τον βιοτικό, κοινωνικό και ηθικό καταναγκασμό. Η αυτοκτονία υλοποιεί την απόλυτη ελευθερία. Απ’ όλα: απ’ όλα όσα περιέχονται στη ζωή– από τη ζωή την ίδια. Ο συνειδητά αυτοκτόνος είναι ο πλέον ελεύθερος των ανθρώπων. Γιατί κατακτά μόνος του την απόλυτη ελευθερία.

Και ο Μπάτσικας εκτείνει τον συλλογισμό του: Ώστε, αν αυτοκτονήσω, είμαι πια ελεύθερος από τη ζωή. Από τον πιο εξουσιαστικό δυνάστη μου. Ανατρέχει μεμιάς στο νιτσεϊκό απόσπασμα κι αναρωτιέται: Όμως ελεύθερος προς τι; Ελεύθερος για τι; Προς τι άλλο; Για τι άλλο; Προς τι το καινούριο; Προς τι το άξιο αναφοράς; Για τι περαιτέρω; Ελεύθερος για ποιο πράγμα; Ελεύθερος να κάνω τι;

Ο Μπάτσικας κατανοεί, υπό τη φωτερή επιφοίτηση μιας υπέροχης μεθυστικής διαύγειας, πως το αμείλικτο ερώτημα του Ζαρατούστρα, όπως κι αν ειπωθεί, μ’ οσεσδήποτε λέξεις κι αν εκφραστεί, θα παραμείνει μετέωρο, κι αναπάντητο στην περίπτωσή του. Γιατί η ελευθερία από τη ζωή σημαίνει τον θάνατο. Κι ο θάνατος, τουλάχιστον γι’ ανθρώπους σαν τον Μπάτσικα που βδελύσσονται τη μεταφυσική, επ’ ουδενί δεν είναι ένα νέο ξεκίνημα, μία νέα αρχή. Έτσι, η ελευθερία που κατακτιέται μέσω της αυτοκτονικής απόρριψης της ζωής, είναι μια ελευθερία άνευ αντικειμένου, άνευ προοπτικής· μια ελευθερία που δεν δύναται να ασκηθεί: μια γιαλαντζί ελευθερία. Η απελευθέρωση από τη ζωή δεν είναι παρά μια ελευθερία μόνο κατ’ όνομα: κενό γράμμα… *

Για τους σπεσιαλίστες του ορθού λόγου σαν τον Μπάτσικα, που γαλουχήθηκε επί 20 συναπτά χρόνια στην Κρατική Ασφάλεια (Τμήμα 2/Πληροφοριών) με κύρια αρμοδιότητα την κατασκευή αιτιών που τροχοδρομούν ένα προαποφασισμένο και προεντεταλμένο αποτέλεσμα, κάθε κίνηση πρέπει να αποδίδει κέρδος. Όχι κατ’ ανάγκην υλικό, μα πάντως κέρδος: να καλλιεργεί μια, έστω υποτυπώδη, προοπτική, ικανή ωστόσο να απαντήσει σ’ αυτό το προς τι; του Ζαρατούστρα. Κι επειδή μια κάννη των 9 χιλιοστών που ξερογλείφεται εν όψει του εγκεφαλικού του μενού, το μόνο που μπορεί να αποφέρει είναι ένα ωραιότατος Μπάτσικας α λα κραίμ, πλην όμως άνευ άλλης προοπτικής (εξαιρώντας βέβαια την –εκκεντρικότατη– μεταθανάτια προοπτική μιας ντελούξ δεξαμενής βαρέων βιομηχανικών οξέων που τον περιμένει με το που αναλάβουν να εξαϋλώσουν το ασφαλίτικο κουφάρι του αυτοί που φρόντισαν να συντάξουν το διπλοσφραγισμένο από ψυχίατρο και ειδικό νευρολόγο κωλόχαρτο της ολοσχερούς ακαταλληλότητάς του ν’ ασκεί καθήκοντα οπλοφόρου νταβατζή του κρατικού μπουρδέλου), γι’ αυτόν το λόγο λοιπόν, ο παρ’ ολίγον αυτοκτόνος ασφαλίτης που εξεμέτρησε όλα τα ψωμιά του στο ασφαλιτιλίκι, επιστρέφει –του Ζαρατούστρα συνηγορούντος– την ασφάλεια του όπλου του στην ‘ειρηνική’ θέση της…

Ίσως, στη μεγάλη Ιστορία του αστυνομικού είδους, να είναι η πρώτη φορά που μια αυτοκτονία αποσοβείται με τόσο εγκεφαλικό κι αναίμακτο τρόπο. Ίσως, να είναι η πρώτη φορά που ένας εν δυνάμει αυτόχειρας διαβάζει Νίτσε, στοχάζεται, αυτοελέγχεται, και προσεγγίζει άκρως νοητικά αυτό που είθισται να ονομάζεται ‘απονενοημένο’… Ίσως όμως –ας μην ξεγελιόμαστε από τα χάπι-εντ: δεν είναι όλα σινεμά–, να μην πρόκειται για μια ματαίωση θανάτου, παρά για μια αναβολή· μια παροδική υπεκφυγή· μια στρατηγική στρεψοδικία προς καθυστέρηση του αναπόφευκτου. Ίσως… και όταν οι συνθήκες είναι προσφορότερες… και το αλκοόλ δυνατότερο… και η θλίψη ακόμα πιο αβάσταχτη… και ο τρόμος ακόμα πιο τρομερός… και ο Νίτσε αρκετά νεκρός για να φιλοσοφεί… και το όπλο αρκετά ευαίσθητο στη χρήση του... τότε, ίσως…

Τότε σίγουρα το δεύτερο διπλοϋπογραμμισμένο ερώτημα αντί γι’ απάντηση θα λάβει ένα πτώμα.

Για την ώρα, η νύχτα βαίνει προς το τέλος της. Είναι κρύα, δίχως φεγγάρι, δίχως αστέρια, δίχως θορύβους, δίχως μυρωδιές, δίχως αγουροξυπνημένα τιτιβίσματα πουλιών δίχως όλα κείνα τα υλικά των ποιητών–, όχι όμως δίχως αύριο… 
   

*(το σκέλος αυτό του κειμένου διαβάζεται και ως απάντηση στον ‘Ρένο: επειδή στην ερώτηση ‘γιατί;’, η απάντηση ‘γιατί έτσι’ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: