Το κομπρεσέρ σού σπάει την ταφόπλακα (vol. ΙΙΙ)


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Γιώργης Τσεκούρας: Εκδότης-δημοσιογράφος ετών 62. Που το εγχώριο πολιτικό καφενείο, το σινάφι του και η πιάτσα ολάκερη τού απέδωσαν το στίγμα ‘κλώνος του Τράγκα’. Που ήταν πάρα πολύ έξυπνος, κι άλλο τόσο ψυχρόαιμος, ώστε να παραλάβει την απαξίωση και να την μεταβάλλει σε τίτλο τιμής. Που επιπλέον ήταν πολύ διορατικός ώστε να ξέρει ότι οι χτεσινοί υβριστές είναι οι αυριανοί οπαδοί. Που στο ξεκίνημα της πολεμοχαρούς καριέρας του επέδειξε τυφλή εμπιστοσύνη σε τρία ακριβώς πράγματα: στον Τσεκούρα, στους άνωθεν εντολείς και στη δύναμη της προβοκάτσιας. Και που πιο πάνω κι απ’ τα τρία αυτά τοποθέτησε την ακράδαντη πεποίθηση πως στο σύστημα είναι αυτονοήτως απαραίτητος. Που γι’ αυτή του την πεποίθηση επιβεβαιώθηκε περίτρανα όταν εξαργύρωσε το πρώτο τσεκ των ολογράφως διακοσίων χιλιάδων δραχμών, το σφραγισθέν εν ονόματι μιας νεκρής εταιρείας του Δημοσίου, και μοναδικό αποδεικτικό των αγαθοεργών υπηρεσιών του, δίχως δηλαδή διπλότυπό του στα μυστικά λογιστήρια της Κρατικής Ασφαλείας απ’ όπου εκδόθηκε, άλλα ούτε και αντίγραφό του στα 150 υπόγεια κι επτασφράγιστα τετραγωνικά των ‘Αρχείων Εξόδων’ της. Και που του πρώτου αυτού τσεκ ακολούθησε μακρά σειρά άλλων, ώστε να κριθεί αναγκαίο και φρόνιμο ένα νομότυπο ‘πλυντήριο’: ο προβιβασμός του από αρχισυντάκτη σε μέτοχο κατά 9% της ημερήσιας πολιτικής εφημερίδας, τρίτου μεγαλύτερου εγχώριου τιράζ, ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ. Που ως πρώτη ύλη της ενημέρωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του θεώρησε τη λάσπη. Που εντός διετίας το μετοχικό του αυτό μερίδιο υπερδιπλασιάστηκε αθόρυβα και συνοπτικά. Που αν και η πένα του διακατεχόταν από την εμμονική επανάληψη των όρων ‘πληβείοι’ και ‘πόπολο’, προς ενυπόγραφη επικύρωση του φιλολαϊκού του προφίλ, ο ίδιος κατ’ ιδίαν πρόφερε με ιδιαίτερη αηδία και αξιοσημείωτη περιφρόνηση τον όρο ‘πλέμπα’. Που φυσικά, ενώ γνώριζε τον Μπάτσικα πολύ πριν γίνει ντέντεκτιβ, σαν καλός δημοσιογράφος δεν αποκάλυψε την πηγή του. Και που αν ακόμα και σήμερα ανοίξεις το διαβόητο ‘Βιβλίο Συνεργατών’ της Ασφάλειας, πρόκειται να δεις στον αύξοντα αριθμό 4022 την καταχώρηση: ‘Τσεκ’ ή ‘Τόμαχοκ’– εκ του ατσάλινου επιχειρησιακού τσεκουριού που χρησιμοποιούν ανέκαθεν οι ένοπλες Κρατικές Δυνάμεις.



Γιάννης Μπάτσικας: Μυστακοφόρος ντέντεκτιβ ετών 53. Που όταν κλήθηκε να επιλέξει τον πιο ειδεχθή θάνατο για τον εαυτό του, πιστός στη νιτσεϊκή παράδοση, διάλεξε την αργή αυτοκτονία της ζωής.

Η ΣΚΗΝΗ

Κτήριο γραφείων εφημερίδας ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ.
Η σκηνή σε έναν χώρο. 6ος όροφος, Διοίκηση, Γραφείο Αρχισυνταξίας. Ένα επίμηκες παράθυρο με κλειστές μεταλλικές περσίδες. Τεχνητός φωτισμός. Αντικριστά του παραθύρου μια εντοιχισμένη τηλεόραση. Κλειστή.
Η επίπλωση είναι καλόγουστη. Η διακόσμηση αυτοαναφορική: καδραρισμένες φωτογραφίες με χειραψίες και βραβεύσεις, πορτρέτα μεγάλου ανδρός. Στην επιφάνεια του γραφείου αντικείμενα αναμενόμενα: Η/Υ, τηλέφωνα, φαξ, γραφική ύλη. Χαρτούρα. Ένα βαρύ πρες-παπιέ αντίγραφο ενός αγάλματος του θνήσκοντος Αχιλλέως.
Βαριά μυρωδιά, ανάμικτη χαρτιού και αποσμητικού ρολ-ον μασχάλης.
Ώρα 12 πμ.
Αφού αναγγέλθηκε, ο Μπάτσικας εισέρχεται στη σκηνή. Ανήσυχος, επιφυλακτικός, σκυθρωπός. Ο Τσεκούρας τον κοιτά λοξά, χαμογελαστός. Για λίγο οι δυο τους εξετάζουν την επίδραση του χρόνου στα πρόσωπά τους. 

ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Σκαλίζεις τίποτα;
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Τίποτα. Τον τάφο μου.

(Παύση)

ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Τι έγραφες αυτού;
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Τίποτα. Μια ιδέα. Για τ’ αυριανό φύλλο.
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Σου κατεβαίνουν ακόμα;
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Εσένα σου σηκώνεται ακόμα;

(Παύση)

ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Που έχεις μια σταχτοθήκη;
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: (δείχνει προς την εταζέρα) Τσάκο κείνη την κρυστάλλινη.
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Σε πήρε το μάτι μου στα μανταλάκια. Στη φωτογραφία. Που έτρωγες κάτι ψαρούκλες. Τι σόι ψάρια ήταν αυτά; (ανάβει τσιγάρο)
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Λαβράκια… τι άλλο; (ανάβει κι αυτός)
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Γράφει μαγνητόφωνο τώρα;
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Ηρέμησε…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Τσεκούρα· πες τους να πά’ να γαμηθούνε.
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Για’ δεν τραβάς να τους το πεις εσύ..;

(Παύση)

ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Ποιος σου την έπεσε;
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Οι δικοί σου. Ασφάλεια. Απ’ το τηλέφωνο. Προειδοποιητικό.
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Για’ δεν τραβάς στην Ασφάλεια τότε;
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: (επιθετικά) Τσεκούρα
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: (κατάματα) Μπάτσικα κατέβασε τη φωνή.

(Παύση)

ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Λέγε τί θες.
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Απολύετε κόσμο λέει…
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Θα τραβήξει πολύ η βίζιτα;
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Συμμαζεύεστε λέει…
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: (του προτείνει μια λευκή κόλα) Τσάκο αυτό και γράφε τα παράπονά σου. Όπως κατεβαίνεις το τοιχοκολλάς. Νά ’χει να χαίρεται το προσωπικό την αλληλεγγύη σου…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: (παραλαμβάνει το Α4) Δεν έχετε φράγκα λέει… Τί έγινε· σου κόψανε τo τσεκ;
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: (περιπαικτικά) Αγόρι μου δεν έχουν όλοι τη δική σου απλοχεριά. Δεν είναι όλοι… γαλαντόμοι σαν κι εσένα…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Ούτε ρουφιάνοι σαν εσένα…
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Πρώην ασφαλίτης να λες εμένα ρουφιάνο..; Ανέκδοτο είσαι Μπάτσικα…  
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Κρύο όμως…

(Παύση)

ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Καλώς. Πες να σταματήσουν. «Στην άκρια» πες…
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Γέρασες πρόωρα ρε Μπάτσικα. Ξεκούτιανες…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: (ταυτοχρόνως γράφει στο χαρτί) Οπότε πες να μη μου γαμάνε κι άλλο τα μυαλά.
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Έρχεσαι δω και κλαίγεσαι…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Καλώς Τσεκούρα, καλώς…
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Έρχεσαι δω και κλαίγεσαι σα σκ’λί…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: Καλώς Τσε—
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Σα σκ’λί που του στειρώσανε τ’ αρχίδια…
ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ: (του δείχνει τη λευκή κόλα: με μεγάλα γράμματα η φράση ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΠΤΕΡΝΑ) Τα σέβη μου στ’ αφεντικά σου Τσεκούρα…


Ο Μπάτσικας αποχωρεί. Ο άλλος περιμένει ένα λεπτό κι έπειτα παύει την ηχογράφηση. Ρίχνει το μαγνητοφωνάκι στην αριστερή τσέπη του πουκαμίσου. Λίγο πιο μέσα, η καρδιά του ανακουφισμένη, επανακτά τους φυσιολογικούς της σάπιους ρυθμούς. Την ίδια ώρα ο Μπάτσικας κοντοστέκεται εν αναμονή του ασανσέρ κι αναθυμάται τη σκοτεινή εποχή που κατεύθυνε μ’ απίστευτα ποσά τύπους σαν τον Γιώργη Τσεκούρα.
Ώρα 1 παρά.
ΑΥΛΑΙΑ



1 σχόλιο:

dhmhtra είπε...

Καλησπέρα...μου αρέσουν αυτά που γράφεις,αλλά μου αρέσει και ο τρόπος που τα γράφεις!
Να είσαι καλά.