Τελευταία φεύγει η ελπίδα και η κατσαρίδα*


Στιγμιότυπο πρώτο:
Ρακοσυλλέκτης, σε κάδο που ζέχνει απομεσήμερο, μ’ ένα μπανταρισμένο σκουπόξυλο ανακατεύει τη νάυλον σούπα μπας και βρει κάνα ‘‘κόκκαλο’’ ή κάνα ‘‘πολύτιμο αξεσουάρ’’ για να ''στολίσει'' τη γύμνια του. Είναι φαφούτης και σέρνει αυτοσχέδιο καρότσι από χαρτόκουτο σε καρούλια ψωνίζοντας από το ίδιο ''σουπερμάρκετ'' που ψωνίζουν οι γάτες... Ζητά ένα τσιγάρο κι όταν του προτείνω το πακέτο δυο νύχια πίσσα το τραβάνε. Ξεφυσά μια παχιά τζούρα κι ανηφορίζει. Οι γάμπες του είναι ατροφικές.

Στιγμιότυπο δεύτερο:
Πατριωτάκι από τη Λάρισα -απ’ τα Ταμπάκικα είπε- πουλά κεριά στην είσοδο της Αγίας Σοφίας. Πήγε λέει να βγάλει μια γκόμενα απ’ την πρέζα κι έπεσε κι ο ίδιος με τα μούτρα. Παλιά, απ’ ότι είπε, τα ντουλάπια της κουζίνας τους ήταν γεμάτα μέλια, καφέδες, ζάχαρες και πακέτα μακαρόνια. Τα χέρια του είναι κίτρινα από την παραφίνη.

Στιγμιότυπο τρίτο:
Σύνθημα γραμμένο σε τοίχο: «Σκασμός στους ποιητές που κάνουν τα σκατά ήλιο και θάλασσα». Το υπογράφει κάποια Αχτένιστη.

Τρία, απ’ τα χιλιάδες τρία, στιγμιότυπα καθημερινότητας που συνθέτουν ένα, κατ’ ευφημισμόν, ‘‘road movie’’ άμεσης εμπειρίας. Ένα ‘‘cut-up’’ επικαιρότητας που έλεγε κι ο Μπάροουζ. Ο ίδιος άνθρωπος υποστήριζε πως η κρίση έγκειται στη διαστροφή ενός κόσμου που έχασε τον άξονά του: «Ο πολιτισμός είναι μολυσματικός, η μύγα στο αυγό του Κολόμβου. Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι στρογγυλός μόνο που μοιάζει πιο πολύ με τρύπα», έλεγε...
Η τρύπα.
Ο σκουπιδοφάγος της κοινωνίας.
Το σιφόνι μιας κοινωνίας που κατάντησε «παρασιτική, ζώντας εις βάρος της ζωής                      που καταπιέζει» (Βάλτερ Μπένγιαμιν) 
Εντός της τρύπας καταδικάζονται εκείνοι που οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται σαν ανθρώπινα σκουπίδια. 
Οι ‘‘υπο-χθόνιες κατσαρίδες’’ ενός πολιτισμού που εθίστηκε σαν αμονιαζόλ να κάνει ανθρώπους αόρατους.
Εντός της τρύπας έχει σταλάξει πολύς ανθρώπινος πόνος.
Έχει δίκιο η Αχτένιστη. Οι ασφαλείς ‘‘παρυφές’’ της τρύπας και το ευσταλές κατεστημένο τους πρέπει επιτέλους να βγάλουν το σκασμό.
Γιατί κι αυτό, όπως και κάθε καλοκαίρι, το μόνο που φοβούνται από τη φύση γύρω τους είναι οι ‘‘κατσαρίδες’’.
Νομίζοντας πως το καλοκαίρι, ο ήλιος, μια παραλία κι ένα μοχίτο αποτελούν το ικανό ψεκαστήρι για ν’ απαλλάξουν τη σκέψη τους απ’ αυτές.
Ελπίζοντας –και καθώς λεν η ελπίδα το χει χούι να πεθαίνει τελευταία– πως χαϊδεύοντας ένα βασιλικό ή φιλτράροντας στα δάχτυλα λίγη ξανθή άμμο θα εξατμιστεί η αφή τους με τον ‘‘άρρωστο’’ κόσμο.

Γι’ αυτό σου λέω, πώς να διαλέξεις θέρετρο στη μέση του σφαγείου;  
Γι’ αυτό σου λέω, το «Διατηρείτε την πόλη καθαρή» είναι έμμεση απειλή...


*Ο τίτλος ''Τελευταία φεύγει η ελπίδα και η κατσαρίδα'' είναι στίχος από το ''Κουστουμάκι'' του ''The boy'', και παίζει εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: