Τι έψαχνε μες στα πουλιά ο Τσόνι;



Ήτανε γητευτής πουλιών: μπορούσε στην εντέλεια να μιμείται όλα εκείνα τα κρά και τα χού και τα τρί και τα κό και τα τσίου· μπορούσε να κελαηδά, να τιτιβίζει, να πιππίζει, να κακαρίζει, να κρώζει – να λαλεί την κάθε φτερωτολαλιά. Ήταν, ας πούμε, ένας ‘παπαγαλάνθρωπος’: αναπαρήγαγε με τέλεια ομοιότητα το φώνημα, τον τόνο, τον τονισμό, τον λαρυγγισμό – όλα κείνα που συνθέτουν την ομιλία των υψηλά και χαμηλά ιπτάμενων: την αιθέρια γλώσσα· κάτοχος μιας ωδικής ανεξήγητης, όσο και μοναδικής: λες κι ήτανε κληρονόμος πουλιών. Σωστός αντίλαλος! – αρκούσε μονάχα ν’ ακούσει ένα τσιριτρί-τσιριτρό για να το επιστρέψει ολόιδιο, φτυστό! Και τί τρίλιες, τί σκέρτσα, τί βιμπράτα, τί κρεσέντα – και τί δεν άκουγες να αναδίδει η φωνή του!.. Κι όλα τούτα prima vista: δίχως πρότερη μελέτη καμιά – ατάκα κι επιτόπου! Ένα ανθρώπινο τζούκμποξ γεμάτο έπεα πτερόεντα

Τον λέγανε Τζόνι, μα για λόγους ευνόητους, τον φώναζαν Τσόνι.

Αν ήταν πράγματι πουλί –κι όχι ένα ταλαντούχο απτεροδίποδο κατ’ εξαίρεση προικισμένο μ’ ένα ιδιόμορφο πιπίγκι σαν, λες, αυτό της μάινα (τηρουμένων των αναλογιών)–, ο Τζόνι, ο επονομαζόμενος Τσόνι, κοράκι ή κάργια ήθελε νά ’τανε – γι’ αυτό ως και ρέκαζε φορές-φορές, ταιριαστά μιμούμενος τα τραχιά συνήθειά τους σα γυροφέρνουνε αμφότερα τα μνήματα· γι’ αυτό όλο σε ερείπια τριγύρναγε: εγκαταλελειμμένα σπίτια, κατεστραμμένους τάφους – πράγματα ρημαγμένα. Σ’ αυτά έβρισκε απάγκιο, εκεί του άρεζε να βρίσκεται. Εκεί, κρυφά, κι επιδιδότανε στη μακάβρια έξη του…

Ήτανε γητευτής πουλιών, και σα γητευτής, καλούσε ολόγυρά του –με καλέσματα ερωτικά, του οίστρου– τις φτερωτές του αγάπες, γράπωνε μια απότομα, άσπλαχνα, μ’ αίμα κρύο, την έπνιγε, κι απόμενε ώρες πολλές της νύχτας να εργάζεται –με μάτια ερεθισμένα, λιγωμένα– πάνω στο ψόφιο θήραμά του: τον ενδιέφερε πολύ να βλέπει μέσα του

Ξεπουπούλιαζε πρώτα το μικρόσωμο κουφάρι, κι αφού ξεκοίλιαζε τα σπλάχνα του, τεμάχιζε τις σάρκες του, το έγδυνε απ’ το κρέας του κι έβγαζε τα ψαχνά του, έμενε να κοιτά το ματωμένο σκέλεθρο· και δεν ήξερες αν τις ώρες κείνες, που αφοσιωνόταν αυτού πάνω, πράγματι κάτι κοίταγε ή ομφαλοσκοπούσε: αν με τα μάτια δηλαδή όντως κάτι ξεσκάλιζε ή αν πίσω από τα μάτια του σκάλιζε το μυαλό του.

Μια νύχτα είδε αυτό που έψαχνε.

Μια νύχτα, εκεί ανάμεσα στα πούπουλα και στα φτερά, στις σάρκες και στα εντόσθια, το βλέμμα του άστραψε ευτυχισμένο: δικαιωμένο για τις τόσες και τόσες αγρυπνίες παρατήρησης των προσφιλών πουλιών του.

Μια νύχτα είδε – Τι έψαχνε μες στα πουλιά ο Τσόνι;

Μια νύχτα επιτέλους είδε αυτό:



Άραγε ν' άξιζε να σκοτωθούν τόσα πουλιά για μια στροφή των εκατόν ογδόντα;

Άραγε ν’ άξιζε να σκοτωθούν τόσα πουλιά απ’ τον Τσόνι;


Κι αν όχι, 

πως θα έφτανε 

στην α π ο κ τ ή ν ω σ ή του;



2 σχόλια:

V. είπε...


Tsiou for Tsoni:

Πρόκειται για μια μεταμόρφωση, για μια αποκτήνωση κυριολεκτικά. Ο Τσόνι περνάει από το ανθρώπινο στο κτηνώδες και έτσι σώζεται, λυτρώνεται από την αγωνία της ύπαρξής του. Παράλληλα είναι και μια αποκτήνωση μεταφορικά. Ο Τσόνι σκοτώνει για να καταφέρει να γίνει αυτό που είναι. Και έτσι υπάρχει το ερώτημα στο τέλος: άξιζε ή δεν άξιζε; Το ερώτημα είναι αμείλικτο γιατί ο Τσόνι κρίνεται για αυτό και στον κόσμο των ανθρώπων και στον κόσμο των ζώων. Ο Τσόνι είναι στο όριο ανθρώπου και ζώου και κουβαλάει μια τεράστια αγωνία. Δεν ανήκει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Είναι μια καφκική μεταμόρφωση, μόνο που ο Γκρέγκορ Σάμσα θα ήθελε να εξανθρωπιστεί ενώ ο Τσόνι επιλέγει να αποκτηνωθεί.

tolmiro decolte είπε...

--> V.

Υποκλίνομαι.