Το κομπρεσέρ σού σπάει την ταφόπλακα (vol. Ι)


Αν κάποιος θέλει να διαβάσει την ιστορία αυτή σαν μια απλή αστυνομική ιστορία, είναι δική του υπόθεση.

(‘πειραγμένο’ τσιτάτο)




   Ο Γιάννης ο Μπάτσικας, επαγγελματίας ιδιωτικός ντέντεκτιβ δευτέρας κατηγορίας αν και καθόλα εύστροφος (ικανός να διαβάζει Βέλτσο και ν’ αυτοσαρκάζεται γι’ αυτό: αποδελτιώνει ανυπερθέτως τα κυριακάτικα μονόστηλα του λεγάμενου στο ιλουστρέ ντοσιέ με τον, αριστοτελικής εμπνοής, διακριτικό τίτλο: ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ), αφού ολοκλήρωσε μια πρώτη πλάγια ανάγνωση των πρωινών εφημερίδων (των έντυπης κυκλοφορίας σε φρεσκοτυπωμένο εφημεριδόχαρτο, όχι των διαδικτυακών ειδώλων τους· τιμή στο περίπτερο της Σούλας –διατελούσας εν υπηρεσία ασφαλίτικης συλλογής πληροφοριών υπό το απροσμάχητο άλλοθι της κοινής κουτσομπόλας– κοντά ένα δεκάρικο: τέσσερα παραδοσιακά πολιτικά αθηναϊκά φύλλα συν μια αθλητική οπαδικής αχρωματοψίας σ’ όλα εκτός του πράσινου), έπιασε το μπίκ, κι αφού το τίναξε μια-δυο καλές να πέσει η μελάνη του –συνήθειο στρατιωτικό απ’ τον καιρό της θητείας του στα σύνορα (Γκατζολία, Διδυμότειχο): γραφέας στο γραφείο κινήσεως παραμεθορίου ίλης αρμάτων· μείον που να παλαβώνεις και τα στυλό κρούσταλλα–, σημείωσε τηλεγραφικά στο τρέχον φύλλο του ημερολογίου, κάτω απ’ την επισήμανση NOTES, τα εξής νούμερα: 
819 -155 -76 (34)

   Η αριθμητική ακολουθία συνόψιζε κατά σειρά: τις μονάδες του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, το σύνολο της παρούσης κυβερνητικής πλειοψηφίας, και το χρονικό διάστημα των υπολειπόμενων ημερών μέχρι τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές– Σεπτέμβρης/22· ενώ, ο εντός παρενθέσεως διψήφιος, τα μερόνυχτα μιας απεργίας πείνας (ο Μπάτσικας, χομπίστας εραστής της πυθαγόρειου σχολής που πρεσβεύει την αριθμητική ερμηνεία της πραγματικότητας, ανέκαθεν πίστευε πως η στενή παρακολούθηση αριθμών που αντιστοιχούν σε καίρια μεγέθη του πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι, προσφέρει στον συστηματικό παρατηρητή το πλεονέκτημα της κατανόησης –ενίοτε και της πρόβλεψης– των κινήσεων του εξουσιαστικού κέντρου· το ημερολόγιο στο γραφείο του ήταν γεμάτο τέτοιου είδους αριθμητικές καταγραφές που τροφοδοτούσαν τη συνδυαστική λογική του· συμπέρασμα;: αυτός ο Μπάτσικας, της τόσο φιλότιμης αυτής συγκέντρωσης κι επεξεργασίας στοιχείων –μια διαδικασία που επιστημονικά λογαριάζεται ως οικονομετρία– θά ’πρεπε να καθαρίζει μεροκάματο μεσαίου στελέχους αμερικανικής υπηρεσίας τύπου αναλύσεων data τουλάχιστον· κι αν η τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου είναι στα 1,29$, τότε αυτός ο Μπάτσικας, μόνο τη διαφορά ισοτιμίας του αμερικάνικου μηνιάτικου να κράταγε μπαγιόκο, θα έβαζε στην άκρη κάθε μήνα σε ευρώ, όσα δε βγάζει τώρα στα καλά του).

   Απαυδισμένος απ’ το πρωινιάτικο κομπρεσέρ πού ’σπαζε, πέρα απ’ τα νεύρα του, τ’ οδόστρωμα για κάποιο μερεμέτισμα του αποχετευτικού (και που το συνερίστηκε μόλις, καθότι προηγουμένως είχε ολότελα αφαιρεθεί στο ξεφύλλισμα του Τύπου), ξετύλιξε το πιροσκί κι άρχισε να το μασουλά, φροντίζοντας με μεγάλες δαγκωμασιές να μη λερώνονται τ’ αφρόντιστα μουστάκια του απ’ τα πέτουρα· ο Νίτσε –την οπτική παρεμβολή του οποίου δέχεται ανελλιπώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προφανώς λόγω της εκλεκτικής τους συγγένειας ως προς την παχιά μουστάκα– σημειώνει σε κάποιο χωρίο του Ζαρατούστρα: «Ο άνθρωπος είναι ένα βρώμικο ποτάμι. Πρέπει να είσαι θάλασσα για να μπορείς να δέχεσαι ένα βρώμικο ποτάμι χωρίς να λερώνεσαι»· κι ο ντεντέκτιβ Μπάτσικας, ασκών εν γένει την υψηλή τέχνη του σκώμματος σε ιδιοφυώς διατυπωμένες διαπιστώσεις, σκέφτεται: το μουστάκι είναι βρώμικο από πιροσκί· πρέπει να είσαι αμούστακος για να μπορείς να τρως ένα πιροσκί χωρίς να λερώνεσαι– αποσώνει την τελευταία μπουκιά και σκουπίζεται· τέλος, ελέγχει επισταμένα το μουστακλήδικο μούτρο του στη λάμα του διακοσμητικού χαρτοκόπτη.

   Μπαϊλντισμένος απ’ την αδιάπτωτη ισχυρή όχληση της εκσκαφής, έπιασε την προσφορά με τα κλασικά της DEUTSCHE GRAMMOPHON, κι επέλεξε το Bolero του Ravel (Philharmonia Orchestra/Μαέστρο: Giuseppe Sinopoli), δημιουργώντας στη διαπασών ένα ασφαλές ηχητικό νέφος: μια μουσική καραντίνα από γλυκόλαλα κόρνα· τα ρυθμικά ταρατατά διέχυσαν στο δωμάτιο τα ιμπρεσιονιστικά γούστα του αριστοκράτη Ravel, αναπτερώνοντας τον ντεντέκτιβ Μπάτσικα τόσο, που εξόκειλε ασυναίσθητα στη λαϊκή του ρίζα (Θεσσαλία μεριά, τριαντακαί χιλιόμετρα δυτικά της Λάρισας): άρχισε ξάφνου να τρίβει μερακλήδικα μέσο κι αντίχειρα, αναπαράγοντας απανωτά το χαρακτηριστικό τσίφτικο κλαπ! που συμβολίζει μέθεξη στα λαϊκά· αποφάσισε μάλιστα, παρασυρμένος έτσι κι ανάλαφρος, έτσι ξένοιαστος κι άναρχος –ωχ αδερφέ..– να πιει: τσίπουρο άνευ, ζόρικο ραψανιώτικο σπίρτο (σωστό ακουαφόρτε: απ’ αυτό έπινε ο σ/ρχης Λιάπκιν κι έδερνε τη φουκαριάρα την Κατερίνα)· κατέβασε μονοκοπανιά μισό (-ούτε..) ποτήρι κι ομολόγησε φωναχτά: Γαμώτο Μπάτσικα, είσαι ένα κάθαρμα με μαθηματική ακρίβεια…

  Τη στιγμή της –ομολογουμένως γενναιόψυχης– παραδοχής του, κουδούνισε το τηλέφωνο. Ο μουστακαλής επαγγελματίας ντέντεκτιβ (και σημειωτέον αρκετά εμβριθής για ντέντεκτιβ αν κρίνουμε απ’ τις ευγενείς προτιμήσεις του· ανακεφαλαιώνω επιγραμματικά προς επίρρωσιν: Βέλτσος, εφημερίδες, Νίτσε, κλασική μουσική, πεζογραφία του ’30), αφού λοξοκοίταξε στην αναγνώριση κλήσεων (τον καλούσε ένα 8…κάτι· δεν πολυέδωσε σημασία: κάνας ντήλερ…), σήκωσε τ’ ακουστικό κι ακροάστηκε τη φωνή μιας υπαλλήλου εταιρείας δημοσκοπήσεων, που τον καλούσε ευγενικά, αν όχι φιλικά, ν’ απαντήσει σ’ ένα καλοστημένο ερωτηματολόγιο πολιτικής τοποθέτησης. Πήρε λοιπόν κι αυτός ένα λάιτς του Καρέλια, τ’ άναψε, ξεφύσησε, έβηξε, ξεροκατάπιε, κι απάντησε καπνίζοντας μια-μια όλες τις, σοφά διατυπωμένες, ερωτήσεις...

   (Τ’ αστυνομικό δαιμόνιο του Μπάτσικα σήμερα ‘πιάστηκε κότσος’: δε λειτούργησε. Γιατί αν λειτουργούσε έστω κι ελάχιστα, σίγουρα θα ψυλλιαζότανε πως όσο οξυμένη ακοή κι αν έχει κανείς, οπωσδήποτε είναι αδύνατο ν’ αντιληφτεί το ντρίνισμα του τηλεφώνου όταν το σουξέ του Ravel παίζει τόσο εκκωφαντικά που πνίγει ακόμα κι ένα κομπρεσέρ που χαλά τον κόσμο. Επιπλέον, αν δεν κοίταγε επιπόλαια αλλά παρατηρούσε προσεκτικά τον δεκαψήφιο αριθμό που εμφανίστηκε στην οθόνη της συσκευής του, θά ’βλεπε προς μεγάλη του ταραχή, πως αυτός που τον καλούσε ήταν κάτοχος του αριθμού 8191557634– τί στο..;! Ακόμη, αν αφουγκραζόταν με τη δέουσα για ντέντεκτιβ καχυποψία το ηχόχρωμα της υπαλλήλου, έκπληκτος μα απολύτως πεπεισμένος, θα ‘έριχνε άδεια’: «Σούλα;», για να ‘πιάσει γεμάτα’ την ταυτότητα της περιπτερούς. Κι αν, τέλος, δεν είχε τσούξει μισό ποτηράκι τσίπουρο «νιέφτι» που θά ’λεγε κι ο Λιάπκιν, ίσως και νά ’χε τη νηφαλιότητα να δει στο χαρτοκόπτη –στη λάμα του οποίου μόλις προ ολίγου είχε καθρεφτιστεί τυχόν για υπολείμματα πιροσκί στη νιτσεϊκή μουστάκα του– όχι το μαθηματικώς βέβαιο κάθαρμα που μπορεί και διαβάζει Βέλτσο, αλλά:


   

Τον ντεντέκτιβ-ήρωα μιας περίπλοκης ιστορίας, καθόλου αστείας, πολύ μυστήριας, κι ανθρώπινης, πολύ ανθρώπινης, που μολονότι δεν ανακατεύεται με τα πίτουρα, εκτρέφει ήδη στο ντεντεκτιβίστικο κεφάλι του ένα κοτέτσι ψωριάρικες κι αξιολύπητες ερμηνείες της υπόθεσης).



   Όταν επιτέλους συνειδητοποίησε όλα τα παραπάνω, είπε: Πρέπει να ξεδιαλύνουμε αυτό το μπουρδέλο…


σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι     


Δεν υπάρχουν σχόλια: