Σταύρωσον (ξανά και ξανά και ξανά...)


Τόπος: Μπέργκαμο (πόλη της Ιταλίας)
Χρόνος: Μεσαίωνας
Αιτία: Πανούκλα

   Ο Θεός του Μπέργκαμο είναι θεό-κουφος. Δεν εισακούει τις προσευχές, δεν ιδρώνει τ’ αυτί του από τις παρακλήσεις. Δε χαμπαριάζει. Ο Θεός του Μπέργκαμο είναι οπουδήποτε αλλού, εκτός του Μπέργκαμο. Για το Μπέργκαμο δεν υπάρχει Θεός. Να γιατί η πανούκλα σκορπίζει το θάνατο στο Μπέργκαμο.
   Όμως το Μπέργκαμο, δε θα επιμείνει περισσότερο. Δε θα ρίξει κι άλλο τα μούτρα του. Δε θα ταπεινωθεί το Μπέργκαμο. Αν ο Θεός δε μπορεί, θα μπορέσει ο Διάβολος. Λοιπόν το Μπέργκαμο εφεξής, αντί Θεού, δοξολογεί το Διάβολο. Με λιτανείες, τελετουργίες κι αντίστροφα υμνολόγια. Και του τάζει την ψυχή του, για να σώσει το κορμί του. Από δω και μπρος το Μπέργκαμο έχει το Διάολο μέσα του…

   «Είναι τρελός;, έρχεται στην πόλη της πανούκλας;,» αναρωτιέται σύσ-σωμο το Μπέργκαμο, μ’ όσα σώματα του έχουν απομείνει, μόλις βλέπει έναν καλόγερο να πλησιάζει. Η έλευση του καλόγερου στο Μπέργκαμο δοκιμάζει το εξαγριωμένο του διαόλου πλήθος. Ο καλόγερος οδεύει προς τον άμβωνα. Κι από κει ψηλά, αρχίζει και λέει του Μπέργκαμο, μια γνωστή, μια πασίγνωστη ιστορία:
   Πως ήτανε λέει ένας που κάποτε γεννήθηκε από μια Μαρία, και πως στη ζωή του έκανε αυτό κι εκείνο, και τ’ άλλο και το παρ’ άλλο, κι έπαθε αυτό κι εκείνο, και τ’ άλλο και το παρ’ άλλο, ώσπου στο τέλος τον πιάσανε, και τον δικάσανε, και τον σταυρώσανε σε ξύλινο σταυρό, με καρφιά στα χέρια και στα πόδια, κι όταν ξεψύχαγε κει πάνω στο σταυρό, του γύρεψαν με την κουβέντα «αν είσαι γιος Θεού στ’ αλήθεια, φύγε τώρα απ’ το σταυρό σου αν μπορείς», να φύγει απ' το σταυρό του...
   Ο καλόγερος σίγησε για μια στιγμή, κι αφού ενατένισε ψυχρά το πλήθος που τον άκουγε, συνέχισε πάλι τη γνωστή, την πασίγνωστη ιστορία απ’ το σημείο «αν είσαι γιος θεού στ’ αλήθεια, φύγε τώρα απ’ το σταυρό σου αν μπορείς»:
   Και τότε αυτός στο σταυρό, που τού ’πανε καταπώς τού ’πανε, σφίγγει τα δυο του μπράτσα με δύναμη, και βάζει όλη του τη δύναμη, και βάζει κι άλλη δύναμη στα καρφωμένα χέρια του, και κάνει μια τα δυο του χέρια προς τα μπρος, και σπάει το σταυρό, κομμάτια κάνει το σταυρό, σμπαράλια και παλιόξυλα, και πάει και παίρνει στις ματωμένες του παλάμες το ιμάτιο του που το παίζανε στα ζάρια, και φεύγει μακριά στους ουρανούς και χάνεται για πάντα…
   Και δεν υπάρχει σταυρός, φώναξε με φρίκη ο καλόγερος στο εξαγριωμένο του διαόλου πλήθος, γιατί κανένας Χριστός δε σταυρώθηκε για σας, δεν υπάρχει για σας Χριστός Σταυρωμένος….
   Και τότε, όλο το πλήθος, όλο το Μπέργκαμο με μια φωνή, το ίδιο Μπέργκαμο που τώρα δα το Διάβολο εξυμνούσε, στο Διάβολο ταζότανε, στο Διάολο ξεπούλαγε όπως-όπως, φωνάζει του καλόγερου με λύσσα:
   Καλόγερε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον– σταύρωσέ τον γιατί έχουμε ανάγκη να τον σταυρώνουμε…

Τόπος: Χυτήριο (αθηναϊκό θέατρο)
Χρόνος: 2012 μ.Χ.
Αιτία: Φασισμός

   Το εξαγριωμένο του διαόλου πλήθος έχει ανάγκη γι’ ακόμα μια φορά να τον σταυρώσει. Δεν τον θέλει στην ψυχή του. Στη ψυχή του θέλει το Διάολο. Αυτόν, τον θέλει εκεί, στο σταυρό, ματωμένο, να στάζει.
   Το εξαγριωμένο του διαόλου πλήθος, ομνύει στο φασισμό και εξυμνεί το φασισμό. Κι αποζητά αίμα αθώου.
   Το εξαγριωμένο του διαόλου πλήθος είναι οι άρρωστοι του Μπέργκαμο. Κι είναι ο Θεός τους, σαν κι αυτούς, μιαρός.


Σημείωση: Η αφήγηση που αφορά στο Μπέργκαμο αποτελεί συνοπτική απόδοση του διηγήματος του J.P. Jacobsen Η πανούκλα στο Μπέργκαμο.
Η πρόταση στο τέλος ανακαλεί το στίχο του Μ. Άβλιχου από το ποίημα Τα Χριστούγεννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: