Ευτυχισμένο γέροι μου!


Θυμάμαι τον Κ. να μου λέει, έχοντας ‘κάνει κεφαλάκι’ απ’ τα ποτά (λίγο πριν γίνει μια για πάντα σκιά – ή, τέλος πάντων, επειδή πολύ ψυχοπονιάρικα τα γραφτά μας τώρα τελευταία και δε λέει, επειδή και φτήνια είναι αλλά και ψέμα το τόσο… συν-αίσθημα· αναδιατυπώνω λοιπόν: λίγο πριν γίνει μια για πάντα σκατά), τον θυμάμαι που λες, μαλλιά άλουστα-νύχια βρόμικα-μυαλό σένιο, ξέρω-γω πες τον λέσι και μέσα είσαι αλλά το μυαλό του θα το ζήλευαν ως κι οι πιο περισπούδαστοι εγκέφαλοι της οικουμένης – σοβαρολογώ τώρα: ο τύπος ήταν-δεν ήταν είκοσι χρονώ κι είχε κιόλας κομματιάσει το ‘γόρδιο δεσμό’: κοντολογίς, αυτόν που ενώνει –αναπόδραστα, και μην ακούσω μαλακίες– το σκαρί του καθενός με τη μηχανή της κοινωνικής απάτης: μ’ αυτό το ‘να γίνεις κάτι-να γίνεις κάτι-να γίνεις κάτι’, έτσι επαναληπτικά, έτσι επιτακτικά, αυταρχικά να πούμε: ‘να γίνεις κάτι’ – τι να γίνω ρε μπάσταρδοι; – αλλά όλα αυτά είναι πολύ στενάχωρα και πέφτουνε βαριά, είναι και χρονιάρες μέρες, μη χαλαστούμε από τώρα με ψυχοβγαλτικά τρυπάκια κι εσωστρέφειες, οπότε άστα-γάμα τα και πίσω στο προκείμενο: έλεγε που λες ο Κ. μου – και τί δεν έλεγε δηλαδή, στο ‘κεφαλάκι’ του απάνω, μα εγώ αυτά τα λίγα έσωσα συν ένα παράθυρο που χιόνιζε απ’ τα έξω, χιονόνερο δηλαδή, ψευτόχιονο, σκάρτο, γιατί πού χιόνι στη Λάρισα ε;, εδώ μόνο ‘ζέστα’ ε;

μην πας ρε μαλάκα, που πας;, κάτσε εδώ μαζί ν’ αφήσουμε εποχή, εποχή ρε, ξέρεις τι πάει να πει ‘εποχή’;, κάτσε εδώ μαζί στη μπάρα και θα πιούμε και θ’ αφήσουμε εποχή ρε σου λέω, πώς άφησαν μόνο όσοι δεν έφυγαν  εδώ πάνω στη μπάρα θα τα γράψουμε όλα, όλα ρε σου λέω όλα, τα καλύτερα γραφτά μας ρε, πχοιότητα, μόνο πχοιότητα, όχι δακτυλογράφηση ρε, όχι τάκα-τούκα απλά τα πλήκτρα ρε, με το χέρι ρε 

γάμα το στυλ
γάμα το νόημα
γάμα το κοινό

γάμησέ τα όλα, έχουν πεθάνει όλα, και μεις τα νεκροφιλάμε ρε, έχουμε πτώμα στο στόμα ρε, μιλάμε με πτώμα στο στόμα ρε

έλα να γράψουμε σωρό σελίδες και να τις κολλάμε στους τοίχους, με το χέρι ρε, παντού ρε, σ' όλη την πόλη ρε, να γίνουμε να πούμε τ’ ανοιχτό βιβλίο και να τα καλύψουμε όλα, ό λ α πέρα ως πέρα, να μας διαβάζουν παντού, όπου σταθούνε, κι όπου βρεθούνε, αναγκαστικά, να μας διαβάζουν αναγκαστικά ρε

κι ας μας σκίζουν ρε, κι ας μας τσαλακώνουν, κι ας μας βγάλουν νόμο ‘απαγορεύεται η βιβλιοκόλληση’, εμείς εκεί, σ’ όλους τους τοίχους τις σελίδες μας, παντού ρε, σ' όλη την πόλη ρε, να μας κατουράνε σκ’λια, να μας διορθώνουν τα ορθογραφικά τα δασκαλάκια, να μας καιν ρε

αλλά θ’ αφήσουμε εποχή ρε, θ’ αφήσουμε εποχή ρε σου λέω

γιατί μαλάκα μου

σημασία δεν έχουν τα γραφτά

χαρτοπολτός
ψηφιο-πολτός

σημασία μόνο η ζωή τους

είναι γέροι

γι’ αυτό και μεις θα τους ενταφιάσουμε όλους στο βιβλίο μας

μες στο βιβλίο μας που θα σκεπάσει όλα τα πάντα

θα κλείσουμε τη ζωή τους μες στο βιβλίο μας, θα τους θάψουμε ζωντανούς μες στο βιβλίο μας

θα τους κάνουμε επιτέλους ήρωες της καθημερινότητάς τους ρε

θα τους κάνουμε επιτέλους ήρωες πραγματικούς

ρε

θα τους κάνουμε επιτέλους ή ρ ω ε ς

σου λέω

και θα το κάνουμε ρε, και θα τους κάνουμε ρε  πού πας ρε μαλάκα, που πας;...

(Ήταν-δεν ήταν είκοσι χρονώ κι ήταν Πρωτοχρονιά του δυο-χιλιάδες-κάτι. Τους άφησα στη μπάρα, το ‘κεφαλάκι’ του κι αυτόν, και βγήκα έξω. Έκανε ζέστα. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω μου, θα φώναζε για πάντα:)

Ευτυχισμένο γέροι μου!



στον Κ.: 'πχοιότητα'

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

και γαμώ τις πρωτοχρονιές!

tolmiro decolte είπε...

καλή χρονιά sonya:)